κοσμολογικός

κοσμολογικός
-ή, -υ (Α κοσμολογικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία, κοσμογονικός
νεοελλ.
φρ. «κοσμολογική ακτινοβολία»
αστρον. ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που προέρχεται από όλες τις διευθύνσεις τού διαστήματος και η προέλευσή της ερμηνεύεται σύμφωνα με τη θεωρία τής λεγόμενης μεγάλης έκρηξης
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο Κοσμολογικός
τίτλος συγγράμματος τού Ίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμολογία. Η λ. ως όρος τής αστρονομίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cosmologic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοσμολογικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • cosmológico — ► adjetivo ASTRONOMÍA Que tiene relación con la cosmología: ■ hipótesis cosmológica. * * * cosmológico, a adj. De la cosmología. * * * cosmológico, ca. (Del gr. κοσμολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cosmología. * * * ► adjetiv …   Enciclopedia Universal

  • cosmológico — cosmológico, ca (Del gr. κοσμολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cosmología …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”